ακόντιο

ακόντιο
javelot

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ακόντιο — το 1. μακρύ ξύλινο ραβδί με σιδερένια μύτη: Το ακόντιο ήταν αγώνισμα και παλιά και σήμερα. 2. κοντάρι που χρησιμοποιείται σε τοπογραφικές μετρήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακόντιο — Όπλο και αθλητικό όργανο ρίψης, το οποίο αποτελείται από ένα κοντάρι με μεταλλική αιχμή. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν και με τις δύο του αυτές ιδιότητες. Ως όπλο ήταν μικρό δόρυ που το χρησιμοποιούσαν σε συγκρούσεις από μικρή απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • ακλίς ή ακλύς — Ακόντιο των Ρωμαίων στρατιωτών, με λεπτό και κυλινδρικό σώμα, που ήταν δεμένο με σκοινί, ώστε μετά τη ρίψη του να μπορούν να το τραβούν πίσω και να το ξαναχρησιμοποιούν …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …   Dictionary of Greek

  • γαίσος — γαῑσος και γαισός, ο και γαῑσον, το (Α) είδος σιδερένιου ακοντίου με πλατιά αιχμή (που το χρησιμοποιούσαν οι Ίβηρες, οι Καρχηδόνιοι, οι Κελτοί και οι Λίβυες). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γαίσος όπως και η λατ. gaesum είναι δάνεια γαλατικής προελεύσεως. Ο ελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… …   Dictionary of Greek

  • ακόντισμα — το (Α ἀκόντισμα) [ἀκοντίζω] νεοελλ. 1. το ρίξιμο τού ακοντίου 2. το ακόντιο ως αγώνισμα αρχ. 1. η απόσταση που διανύει το ριπτόμενο ακόντιο 2. το ίδιο το ακόντιο 3. στον πληθ. τὰ ἀκοντίσματα οι ακοντιστές …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”